Για τον αλεξη

Για τον αλεξη

6 Ιαν 2013

Η Ισχύς του Ατόμου

Το κείμενο που ακολουθεί είναι αναδημοσιευμένο από το παρακάτω blog: http://autonomyorbarbarism.blogspot.gr/2007/09/terminal-119.html

Το παραθέτω γιατί το θεωρώ εξαιρετικά πλούσιο πνευματικά, και θέλω διαδώσω τις ιδέες που πηγάζουν από αυτό.

Απέναντι σ' έναν πραγματικό Άιχμαν θα έπρεπε να παλέψουμε με τη δύναμη των όπλων και στην ανάγκη με τα όπλα της απάτης. Απέναντι σ’ έναν Άιχμαν του χαρτιού, πρέπει να απαντήσουμε μέσω του χαρτιού. Υπάρχουν κάποιοι που ‘το χουμε κάνει και θα το κάνουμε ακόμη. Κάνοντάς το αυτό, δεν τιθέμεθα στο επίπεδο που βρίσκεται ο εχθρός μας. Δεν τον «συζητάμε», δείχνουμε τους μηχανισμούς των ψεμάτων του και των λαθών του, κάτι που μπορεί να είναι μεθοδολογικώς χρήσιμο για τις νέες γενιές.

Pierre Vidal-Naquet

 

Δεν πιστεύουμε ότι ο καθένας μπορεί να πιστεύει ό,τι θέλει και να γράφει ό,τι θέλει, ειδικά όταν αυτά που γράφει και πιστεύει έχουν άμεσα συμβάλει στο παρελθόν σε μια από τις μεγαλύτερες φρικαλεότητες της ανθρωπότητας. Ο αντισημιτισμός δεν αποτελεί ιδέα ή άποψη αλλά μια εγκληματική πράξη!
Όπως, όμως, είπαμε και πριν, ο αντισημιτισμός, που είναι πάντα εξοντωτικός, δεν αποτελεί άποψη ή ιδέα προς συζήτηση αλλά ένα είδος μίσους βασισμένο πάνω σε προκαταλήψεις και ψυχικά συμπτώματα… Ο αντισημιτισμός δεν παίρνει από λόγια. Και ούτε οι φορείς του. Αυτό θα έπρεπε να είναι πλέον ξεκάθαρο.
terminal 119, «Καμιά ανοχή στους δολοφόνους της μνήμης»
Με αφορμή τη δίκη του γνωστού εθνικιστή Κώστα Πλεύρη εγείρεται ξανά –το εγείρουμε εμείς εν πάση περιπτώσει- το ζήτημα της ελευθερίας του λόγου. Κι αυτό διότι η ομάδα terminal 119 από τη Θεσσαλονίκη έβγαλε ανακοίνωση με την οποία καλεί σε αγώνα υπέρ της καταδίκης του Πλεύρη, φτάνοντας μέχρι και του σημείου να πει ότι «μερικοί άνθρωποι δε μπορούν να λένε ό,τι θέλουν». Προσοχή: εδώ το ζήτημα δεν αναφέρεται στο πνευματικό ή στο ηθικό πεδίο –όπως συμβαίνει επί παραδείγματι όταν λέμε ότι «κανονικά θα έπρεπε, για λόγους χυδαιότητας, να απαγορεύεται στον Μ. Καψή να βγαίνει στην τηλεόραση», δίχως φυσικά να πηγαίνουμε ποτέ να του κλείσουμε το στόμα-, αλλά στο νομικό : πρόκειται για την επιλεκτική κατάργηση της ελευθερίας του λόγου, από την πλευρά του δικαστηρίου, στο όνομα της καταπολέμησης του ρατσισμού. Έχουμε ως εκ τούτου να κάνουμε με τη ρητή πρόθεση να καταργηθεί ο απολύτως αδιαπραγμάτευτος χαρακτήρας του αιτήματος της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης. Ξεκαθαρίζουμε ότι εν προκειμένω μας ενδιαφέρει η στάση του terminal 119 και όχι του δικαστηρίου, αφού στην περίπτωση αυτού του δεύτερου υπάρχει το επιχείρημα της ηθικής αυτουργίας από πλευράς των ρατσιστικών ιδεών. Το ενδιαφέρον είναι ότι στην προκείμενη περίπτωση οι αναρχικοί του terminal 119 –διότι περί καθαρών αναρχικών 24 καρατίων πρόκειται, ό,τι κι αν λένε- μαζεύουν επιχειρήματα υπέρ της στήριξης του «Κράτους» και της «αστικής δικαιοσύνης», σε αντίθεση με ό,τι θα έκαναν σε οποιαδήποτε άλλη περίσταση. Αυτή η παρατήρηση και μόνο αρκεί για να δείξει σε τι βαθμό οι εν λόγω κύριοι είναι πρόθυμοι να κάνουν εκπτώσεις και να περιορίσουν, όποτε το κρίνουν σκόπιμο, την ελευθερία του λόγου, αλλά, τελικά, και την ελευθερία της ίδιας της σκέψης, αν κρίνουμε από παλιότερα γραφόμενά τους, τώρα που τα βλέπουμε και υπό το φως των τελευταίων εξελίξεων[3]. Αυτό δεν είναι περίεργο πάντως, αν κρίνει κανείς από τη συνολική τους παρουσία: δε νομίζουμε για παράδειγμα ότι θα μπορούσε κανείς να περιμένει κάτι διαφορετικό από ανθρώπους που υποστηρίζουν την Andrea Dworkin και τις προσπάθειες που αυτή έκανε για την απαγόρευση της πορνογραφίας στις ΗΠΑ.
Έχουμε αναφερθεί στο ζήτημα της ελευθερίας του λόγου σε προηγούμενα κείμενά μας[4]. Όπως το είχαμε πει και τότε, πιστεύουμε ότι η ελευθερία της συνείδησης, του λόγου και της έκφρασης είναι ίσως η θεμελιωδέστερη δημοκρατική κατάκτηση, πράγμα που σημαίνει ότι, στην περίπτωση που δεν καταπατώνται άλλα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα (όπως επί παραδείγματι στην περίπτωση των snuff movies ή των ταινιών παιδοφιλικού περιεχομένου των οποίων η παραγωγή προϋποθέτει τον φόνο και την αποπλάνηση) και υπάρχει η ελεύθερη συναίνεση των συμμετεχόντων, δεν υπάρχει κανένα μη ολιγαρχικό επιχείρημα που να μπορεί να στηρίξει τον περιορισμό της. Διότι πίσω από τη σκέψη που οδηγείται να πιστέψει στην αναγκαιότητα απαγόρευσης της διάδοσης και κυκλοφορίας κάποιων ιδεών, όποιες κι αν είναι αυτές κάθε φορά, υπάρχει μια θεμελιώδης, υπαρξιακού τύπου, απόφαση που λέει ότι οι άνθρωποι είναι χαζοί και αβοήθητοι, ανίκανοι να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους και, σαν τα μικρά παιδάκια, έχουν ανάγκη να τους πάρουμε απ’ το χέρι και να τους παιδαγωγήσουμε –απαγορεύοντας φυσικά ό,τι κρίνεται βλαβερό για την πνευματική τους ανάπτυξη. Αυτή η ιδέα, την οποία φυσικά σε καμία περίπτωση δε θα την αποδεχθεί, έτσι διατυπωμένη, ούτε κι ο χειρότερος σταλινικός, τη βλέπουμε συνήθως να έρχεται στην επιφάνεια με τη μορφή των εξής δύο, λιγότερο κραυγαλέων συλλογισμών: πρώτον, οι άνθρωποι δε διαθέτουν τη στοιχειώδη κριτική ικανότητα που είναι αναγκαία για την επεξεργασία αυτών που ακούνε και διαβάζουν, κάτι που συνεπάγεται ότι καλόν είναι να απαγορεύουμε την κυκλοφορία οτιδήποτε «προκλητικού» και «ακραίου» (του Mein Kampf, της Ζυστίν, των 120 ημερών των Οικοδόμων κλπ), διότι –λόγω της ανικανότητάς τους να επιλέγουν τι κάνουν και τι όχι- μπορεί να τους ωθήσει σε πράξεις εγκληματικές ή γενικώς απαράδεκτες από πολιτική και φιλοσοφική άποψη· δεύτερον, η απαγόρευση της διάδοσης και της ευρείας κυκλοφορίας των «επικίνδυνων» ιδεών συντείνει στην αποδυνάμωσή τους και στη μείωση των υποστηρικτών τους –ιδέα η οποία μπορεί να μην προσυπογράφει ρητά τις προκείμενες της προηγούμενης, αλλά διαπνέεται απ’ το ίδιο πάνω κάτω φαντασιακό. Φαντασιακό το οποίο, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, αρνείται να αναγνωρίσει –με έναν τρόπο περισσότερο βαθύ και σοβαρό απ’ ότι η απλή και «στα λόγια» παραδοχή- τη σημασία του γεγονότος ότι ο άνθρωπος έχει ψυχή και ριζική φαντασία: ότι είναι δηλαδή ένα όν για το οποίο τα αντικείμενα του έξω κόσμου δεν έχουν θέση ερεθίσματος παρά μόνο στο βαθμό που ο ίδιος τους επιτρέπει να επιδρούν πάνω του. Αυτό που καλείται υποκείμενο, ακόμη κι αν δεν έχει την ικανότητα του ριζικού αναστοχασμού που κατακτά μόνο μέσα σε συνθήκες ψυχικής και κοινωνικής αυτονομίας, δεν είναι σε καμία περίπτωση μια tabula rasa ή ένα αυτόματο, απλό δημιούργημα των εξωτερικών παραγόντων, το οποίο κάνει απευθείας και ανεξέταστα ό,τι του πουν. Το κοινωνικό άτομο είναι το προϊόν της δουλειάς που έχει κάνει η κοινωνία πάνω σε μια ψυχική μονάδα αυτοφυή και μη κοινωνικώς δημιουργημένη, η οποία στα βάθη της παραμένει πάντοτε ξένη και ανυπόταχτη όχι μόνο στην κοινωνική νόρμα αλλά και στον εξωτερικό κόσμο γενικώς. Κατά συνέπεια η περίφημη επιβολή ιδεών μέσω της πλύσης εγκεφάλου έχει αποτέλεσμα μόνο στο βαθμό που το υποκείμενο επιλέγει[5] να είναι χειραγωγήσιμο. Ιδωμένο υπό αυτή την προοπτική το πρόβλημα της λογοκρισίας επιλύεται πριν καν τεθεί: από τη στιγμή που αναγνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι είναι όντα, αν όχι υπεύθυνα –με την έννοια που εμείς θα δίναμε στον όρο-, τουλάχιστον μη αυτομάτως χειραγωγήσιμα, σαν τα σκυλιά του Παβλώφ και τα ποντίκια του Skinner, δεν υπάρχει κανένας λόγος να φοβόμαστε ότι «θα παρασυρθούν» -τι είναι, μικρά παιδάκια; Διότι, ακόμη και στην περίπτωση που οι εκάστοτε επικίνδυνες ιδέες βρίσκουν απήχηση, η λογοκρισία παραμένει ξανά, για άλλους λόγους αυτή τη φορά, άχρηστη και ανίκανη να κάνει το παραμικρό –δεδομένου κιόλας ότι μιλάμε για την μερική και επιλεκτική λογοκρισία που μπορεί να επιβληθεί στα πλαίσια των σημερινών φιλελεύθερων καθεστώτων- : τι νόημα θα είχαν οι νομικές απαγορεύσεις, όταν η μεγαλύτερη πλειοψηφία των ανθρώπων πιστεύει στις απαγορευμένες ιδέες; Εξάλλου, ακόμα κι αν δούμε το ζήτημα μόνο με όρους αποτελεσματικότητας, η απαγόρευση συγκεκριμένων έργων ή ιδεών, μακράν του να τις καθιστά περισσότερο απεχθείς ή αδιάφορες, τις περιβάλει με μια άχλη μυστηρίου η οποία φέρνει πάντοτε το αντίθετο αποτέλεσμα –καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις ο ετερόνομος άνθρωπος έλκεται απ’ ότι θεωρείται «κακό» και «απαγορευμένο». Όπως πολύ σωστά το λέει ο Θανάσης Τριαρίδης σε μια σχετική με το θέμα μας επιφυλλίδα, «Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά τον Ίαν Κέρσοου, θα δει πως η δεκάμηνη φυλάκιση του Χίτλερ στο Λάντσμπεργκερ, όχι μόνο δεν ανέκοψε την πορεία του προς την Καγκελαρία, αλλά τον μετέβαλε από έναν γραφικό εξτρεμιστή σε πόλο επανασύστασης της “χαμένης γερμανικής ισχύος”»[6].
Μέσα απ’ αυτές τις διατυπώσεις καθίσταται προφανές ότι οι οπαδοί οποιασδήποτε μορφής λογοκρισίας πάσχουν από την εγγενή στα ετερόνομα συστήματα σκέψης μισανθρωπία που θεωρεί «τους πολλούς» χαζούς και ηλίθιους, ανίκανους να λύσουν μόνοι τους τα προβλήματά τους, ακόμα κι αν πρόκειται για το στενά διανοητικό επίπεδο. Όπως το λέει ο Πλάτων στον περίφημο μύθο της βασιλείας του Κρόνου (Πολιτικός 268d κ.ε), όταν ο κόσμος αφέθηκε απ’ τους θεούς στη μοίρα του, κόντεψε να καταστραφεί· έπρεπε να επέμβουν ξανά οι ίδιοι οι θεοί για να προλάβουν τα χειρότερα: ορθό, αφού, όπως μας έμαθε ο σύντροφος Ίλιτς Ουλιάνωφ, οι εργάτες μπορούν να φτάσουν μόνο μέχρι το τρεϊντγιουνιονιστικό επίπεδο συνείδησης, παραπάνω δεν τραβάνε. Η πίσω πλευρά αυτού του φαντασιακού, η οποία συνήθως παραβλέπεται, είναι η περίφημη ιδέα των συνωμοσιολόγων και των αναρχικών –όπως επίσης και των σαλτιμπάγκων τύπου Foucault και Agamben- ότι η κοινωνία, εγγενώς ανίκανη και ηλίθια, κυριαρχείται εξορισμού από έναν παντοδύναμο Μολώχ –κατά την έκφραση του Ginsberg[7] στο τρίτο μέρος του Ουρλιαχτού του- ο οποίος καθορίζει γι’ αυτήν τι θα κάνει και τι θα σκεφτεί. Υποκείμενο της ιστορίας δε θεωρείται, εν ολίγοις, η ίδια η κοινωνία, αλλά η εκάστοτε σκοτεινή δύναμη που υποτίθεται ότι κινεί τα νήματά της. Με αυτό τον τρόπο οι εκάστοτε «επικίνδυνες» και γενικώς απαράδεκτες ιδέες χρεώνονται στον Μολώχ και όχι στην ίδια την κοινωνία· πράγμα που με τη σειρά του δικαιολογεί αυτόματα την ενοχοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εν λόγω ιδεών, καθώς εκλαμβάνονται ως το δόλωμα που μας ρίχνει ο Μολώχ με σκοπό να μας χειραγωγήσει: είναι επόμενο ότι, υπό αυτές τις συνθήκες, η απαγόρευσή τους θα σώσει αρκετό κόσμο απ’ την προσχώρηση στο Κακό. Με αυτό το σκεπτικό οι αναρχικοί καταδικάζουν τα ΜΜΕ, θεωρώντας τα ως μηχανισμούς μεθοδευμένου ψεύδους στην υπηρεσία του καπιταλισμού, ενώ οι αναρχοφεμινίστριες βάλλουν κατά της πορνογραφίας, νομίζοντας ότι είναι ιδεολογικός μηχανισμός της ανδρικής κυρίαρχης τάξης που προσπαθεί να επιβάλλει τα φαλλοκρατικά πρότυπα. Αμφότεροι, ως ολιγαρχικά και συνωμοσιολογικά «σκεπτόμενοι» (που λέει ο λόγος), αδυνατούν να φανταστούν ότι οι ιδέες που εκτίθενται στην αγορά, με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου, κάθε κοινωνίας συνιστούν έκφραση του φαντασιακού της ίδιας της κοινωνίας και όχι προϊόντα του Μολώχ, της Βιοεξουσίας, της Πατριαρχίας και της υπόλοιπης παρέας τους. Η βασική προκείμενη όλων αυτών των ιδεών είναι, όπως το ‘παμε και προηγουμένως, μια βαθύτατη υποτίμηση των δυνατοτήτων του ανθρώπινου όντος κι ένα άσβεστο μίσος για το μεγαλύτερο μέρος των συνανθρώπων μας. Είναι προφανές ότι αυτά τα συναισθήματα είναι απολύτως ασυμβίβαστα με την επιθυμία δημιουργίας μιας αυτόνομης κοινωνίας, μιας κοινωνίας δηλαδή η οποία «βάζει στο κέντρο της τον άνθρωπο» (όπως θα ‘λεγε η γ/κλώσσα της τρέχουσας κυνοτοπίας) και τις δημιουργικές του δυνάμεις. Ταυτόχρονα το μίσος εναντίων του μεγαλύτερου μέρους των ανθρώπων, το οποίο εκδηλώνεται ως έλλειψη πίστης στις δυνατότητες τους, πρέπει να ερμηνευθεί ως εξωτερίκευση του μίσους που εμείς οι ίδιοι νιώθουμε για τον εαυτό μας[8].
Εκτός όμως από αυτές τις περισσότερο «φιλοσοφικές» αντιρρήσεις μας, υπάρχει και μια πολύ σημαντική κριτική καθαρά πολιτικού χαρακτήρα την οποία πρέπει να κάνουμε. Η υποστήριξη της λογοκρισίας, για οποιονδήποτε λόγο, όταν γίνεται σε μια χώρα σαν τη σύγχρονη Ελλάδα, έχει ιδιαίτερη σημασία. Η Ελλάδα είναι μια χώρα όπου η ελευθερία του λόγου και της έκφρασης πλήττεται βάναυσα, καθώς εκτός απ’ το καθαρά δυτικής προελεύσεως καθεστώς του μαλακού ολοκληρωτισμού έχει να αντιμετωπίσει και τα παραδοσιακά, εθνικιστικά και θρησκευτικά ταμπού. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε και την περίφημη «βιομηχανία των αγωγών» που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια, αφότου ο Βενιζέλος ψήφισε αυτό που οι δημοσιογράφοι αποκαλούν «τυποκτόνο νόμο» (1178/81, τροποποίηση του 1995)[9]. Πρόκειται για τη δυνατότητα αυτόματης άσκησης αγωγής εναντίον οποιουδήποτε λέει πράγματα για εμάς με τα οποία δε συμφωνούμε. Είναι γνωστό ότι η άσκηση αγωγής, με τα υπέρογκα ποσά που επιτρέπει στον εκάστοτε «θιγόμενο» να ζητήσει, μπορεί να οδηγήσει στην πρακτική εξαφάνιση του κατηγορούμενου: το παράδειγμα του περιοδικού Αντί που αναγκάστηκε να διοργανώσει έρανο για να πληρώσει το πρόστιμο που του επεβλήθη είναι χαρακτηριστικό. Μέσα λοιπόν σε μια πνευματική ατμόσφαιρα όπου έργα τέχνης αποσύρονται απ’ τις εκθέσεις, σατυρικοί καλλιτέχνες σαν τον Πανούση σύρονται στα δικαστήρια και βιβλία του ΟΕΔΒ λογοκρίνονται -για να μη μιλήσουμε για τις καθημερινές ασκήσεις αγωγών εναντίον αρθρογράφων ή για τις λογοκριτικές επεμβάσεις του ΚΚΕ[10]-, είναι εντελώς αντιδραστικό να συντάσσεται κανείς με τέτοιου είδους μεθόδους. Εκτός από αντιδραστικό όμως είναι και ασυνάρτητο, καθώς φανερώνει πλήρη άγνοια των πραγματικών προβλημάτων: αντί να ζητάμε τη διάνοιξη της πνευματικής κλειστότητας της ελληνικής κοινωνίας, χρησιμοποιούμε κι εμείς τις ίδιες πρακτικές με τους εκπροσώπους του κυρίαρχου καθεστώτος. Συγχαρητήρια[11].
Περί αφομοίωσης και σαλτιμπάγκων
Νομίζαμε ότι τα πράγματα θα ήταν σχετικώς αυτονόητα εν προκειμένω, αλλά δυστυχώς πέσαμε έξω. Παρ’ όλα αυτά, στην παρούσα περίσταση θέλουμε πρωτίστως να θίξουμε κάτι άλλο. Με αφορμή την περίπτωση του terminal θέλουμε να δώσουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς λειτουργούν επί των ημερών μας το lifestyle κι η διαδικασία αφομοίωσης. Με αυτό τον τρόπο επεκτείνουμε όσα έχει γράψει επί του θέματος ο Καστοριάδης[12], καθώς περνάμε από το επίπεδο των μεμονωμένων συγγραφέων ή διανοουμένων σε αυτό των πολιτικών ομάδων. Δουλειά προς αυτή την κατεύθυνση έχει κάνει, ως προς έναν βαθμό, και ο μακαρίτης ο Bookchin στο περίφημο βιβλιαράκι του για τον lifestyle αναρχισμό, το οποίο προσφάτως κυκλοφόρησε και στα ελληνικά. Να πούμε εδώ, προτού προχωρήσουμε στην ανάλυσή μας, ότι η κριτική που θα κάνουμε -και η οποία θα είναι σε αρκετά της σημεία αρκούντως βίαιη-, έχει νόημα μόνο όταν ασκείται από την σκοπιά της αυτονομίας και της σκέψης που εμπνέεται απ’ το πνεύμα των ιδεών του Καστοριάδη. Δε μπορεί, με άλλα λόγια, η κριτική μας να χρησιμοποιηθεί από έναν σταλινικό ή από ένα μέλος του μπλακ μπλοκ. Όπως το έχουμε πει και σε κατ’ ίδίαν μας επικοινωνία, ασχολούμαστε –κριτικά εν προκειμένω- με το terminal, ακριβώς επειδή αναφέρεται στις ιδέες του Καστοριάδη. Ακόμη κι αν τις κατανοεί στρεβλά, ακόμη κι αν τις παραμορφώνει για συγκεκριμένους λόγους, τους οποίους αναλύουμε εκτενώς παρακάτω, το γεγονός ότι επιλέγει να στραφεί προς αυτές τις ιδέες, αντί να παραμείνει (ρητά και αναφανδόν) αναρχικό ή ακόμη και μαρξιστικό, όπως το έτερο κομμάτι του Tristero, έχει τη σημασία του. Εξάλλου, αυτό που λέμε lifestyle ευδοκιμεί σε τέτοιο βαθμό στις μέρες μας, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχει ένα πραγματικό και δημιουργικό επαναστατικό κίνημα το οποίο θα μπορούσε να πάρει με το μέρος του πολλούς ανθρώπους οι οποίοι υπό τις παρούσες συνθήκες αφήνονται στη γοητεία του -του lifestyle[13]. Τέλος διευκρίνισης.
Θεωρούμε ότι ως ομάδα δημοκρατική οφείλουμε να καταγγείλουμε τις πρακτικές του terminal 119, επειδή η εν λόγω ομάδα τις υιοθετεί στο όνομα του προτάγματος της αυτονομίας, με το οποίο, όπως απεδείχθη ξεκάθαρα, δεν έχει καμία απολύτως σχέση. Επειδή τυχαίνει να αγωνιζόμαστε για την προώθηση του εν λόγω προτάγματος, το βρίσκουμε εντελώς απαράδεκτο να δυσφημίζονται με τέτοιο τρόπο οι αξίες και τα ιδεώδη στων οποίων την υπεράσπιση και τη διάδοση έχουμε αφιερώσει την πολιτική μας δράση. Μιλάμε για δυσφήμηση, γιατί περί τι άλλου μπορεί να πρόκειται, όταν βγαίνει κάποιος και λέει ότι το πρόταγμα της αυτονομίας είναι συμβατό με την απαίτηση περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης και του λόγου και με όλα τα υπόλοιπα που θα περιγράψουμε στη συνέχεια; Τι άλλο μπορεί να είναι η προώθηση ολοκληρωτικών πρακτικών αυτού του είδους υπό το όνομα της αυτονομίας; Πρόκειται για την ουσία της δράσης των αφομοιωτών/καταχραστών, στους οποίους πρέπει τελικά να κατατάξουμε και το terminal 119 : για λόγους καταπολέμησης του κενού νοήματος, προσχωρούμε σε ιδέες και προτάγματα με τα οποία στην πραγματικότητα δεν έχουμε καμιά απολύτως σχέση∙ ακριβώς όμως επειδή η προσχώρησή μας γίνεται για λόγους ψυχολογικούς και όχι πολιτικούς ή φιλοσοφικούς, έχει χαρακτήρα επιφανειακό και επιπόλαιο, πράγμα που οδηγεί στην ασυναρτησία και το ό,τι-να’ ναι, δεδομένου ότι οι ιδέες που καρπωνόμαστε δεν έχουν γίνει κατανοητές εις –όχι και πολύ μεγάλο- βάθος. Με αυτόν τον τρόπο οι ιδέες που υποτίθεται πως υποστηρίζουμε μετατρέπονται σε σχήματα κενά περιεχομένου, που χρησιμοποιούνται ως κλισέ και σλόγκαν με σκοπό να παγώνουν τη σκέψη και να συγκαλύπτουν τα προβλήματα, διατηρώντας μας στη μακά(β)ρια ησυχία μας: οι ιδέες δηλαδή γίνονται χιδέες. Εν προκειμένω το πρόβλημα έγκειται στο ότι τα μέλη του terminal έχουν οικειοποιηθεί τα φραστικά σχήματα του Καστοριάδη και μιλούν περί αυτονομίας, δίχως όμως να έχουν κάτσει ποτέ να σκεφτούν ότι οι περισσότερες από τις θέσεις και τις δράσεις τους είναι, αν όχι αντίθετες, τουλάχιστον ασύμβατες με την αυτονομία και συντηρητικες, αν αξιολογηθούν βάσει των κριτηρίων της. Αυτή η σκατάσταση δε θα μας απασχολούσε τόσο, αν δεν κατέληγε να υπονομεύει την προώθηση των ιδεών που ως ομάδα θεωρούμε ριζοσπαστικές κι επαναστατικές. Αν, με άλλα λόγια, το πρόταγμα της αυτονομίας ταυτίζεται με αυτά που κάνει το terminal, τότε πως στο διάολο να βγούμε εμείς μετά και να μιλήσουμε για την αυτονομία και τον Καστοριάδη; Είναι όπως όταν μιλάει κανείς υπέρ της δημοκρατίας και τους βρίσκει όλους να συμφωνούν: περνάνε λίγα λεπτά και στη συνέχεια καταλαβαίνει ότι οι συνομιλητές του αναφέρονται στη φιλελεύθερη ολιγαρχία. Η κατάσταση είναι κωμικοτραγική: φτάσανε να μας κατηγορούνε ότι δεν είμαστε «πραγματικοί αυτόνομοι», επειδή μας σύγκριναν με το terminal και μας βρήκαν σκάρτους (βλ. τη συζήτηση που αναφέραμε στην υποσημείωση 4) –σαν να μας λένε δηλαδή ότι δεν είμαστε δημοκρατικοί, επειδή δεν υποστηρίζουμε τη φιλελεύθερη ολιγαρχία. Και μη χοιρότερα…
Είναι φανερό ότι ανεξαρτήτως της τύχης της ομάδας μας αυτό που έχει σημασία είναι η φθορά που μακροπρόθεσμα κινδυνεύουν να πάθουν οι ιδέες της αυτονομίας, αν συνεχίσουν να ταυτίζονται με συμπεριφορές ολότελα ξένες προς το περιεχόμενό τους. Μέσα στο γενικότερο κλίμα μη σκέψης που επικρατεί οι αφομοιωτές κι οι σαλτιμπάγκοι μπορούν να κάνουν ελεύθερα ό,τι θέλουν. Με αυτό τον τρόπο οι ιδέες χάνουν το αυθεντικό τους περιεχόμενο και καταλήγουν τελικά να παίρνουν το περιεχόμενο που τους έχουν δώσει οι εκάστοτε καταχραστές τους. Η ριζοσπαστικότητα κι ο αντικονφορμισμός των επαναστατικών ιδεών ειδικότερα απονεκρώνεται, καθώς οι αφομοιωτές τις περιβάλλουν με τον κολλώδη –ή, ορθότερα: κωλώδη- ιστό των παραδοσιακών τους ιδεολογιών οι οποίες εξουδετερώνουν την κριτική σκέψη και τη σοβαρότητα. Σε ό,τι αφορά στις ιδέες της αυτονομίας το πρόβλημα είναι ντουμπλ φας, καθώς απ’ τη μια πλευρά έχουμε το ακαδημαϊκό κατεστημένο που μηρυκάζει τα έργα του Καστοριάδη κι απ’ την άλλη το terminal και όλους όσους συμμερίζονται την προσέγγισή του[14]: μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Απ’ τους προστάτες μας ποιος θα μας προστατεύσει;
Let the dogs sniff
They know
H. Jung
Σε άκρα αντίθεση με την εικόνα που θέλει να έχει και να περνά προς τα έξω, το terminal δεν είναι παρά μια ομάδα της μεταμοντέρνας αναρχικής υποκουλτούρας. Οι θέσεις του είναι σαφέστατα αναρχικές, με τη μόνη διαφορά ότι διατυπώνονται σε μια μεταμοντέρνα, βερμπαλιστική γλώσσα, πράγμα που, συνδυαζόμενο με τον γενικότερο lifestyle χαρακτήρα της ομάδας αυτής, σηματοδοτεί τη διαφορά της από τις παραδοσιακά αναρχικές οργανώσεις (όπως είναι η Ομοσπονδία Αναρχικών Ελλάδας). Στα πλαίσια αυτής της διαφοροποίησης θα πρέπει, εξάλλου, να κατανοήσουμε και τη στροφή τους προς τις ιδέες του Καστοριάδη. Μιλάμε περί lifestyle και σαλτιμπάγκων, επειδή η προσχώρηση στις ιδέες της αυτονομίας και η υπεράσπισή τους –κάτι που στο επίπεδο της απλής μετάδοσης των ιδεών είναι πολύ θετικό, καθώς οι ιδέες του Καστοριάδη πρέπει να ακούγονται και να διαδίδονται με κάθε τρόπο, στο βαθμό τουλάχιστον που δεν παραμορφώνονται- συνοδεύονται από ενέργειες καθαρά αναρχικού τύπου, κατά τις οποίες χρησιμοποιούνται πολλές φορές πρακτικές ολοκληρωτικής εμπνεύσεως. Εκτός από την υπεράσπιση της λογοκρισίας, τόσο στην περίπτωση Dworkin όσο και στην περίπτωση Πλεύρη, για την οποία ήδη μιλήσαμε, μπορούμε να αναφερθούμε και στην εκστρατεία εναντίον της Αμαρύνθου που διοργάνωσε το terminal πριν από κάποιους μήνες, με αφορμή τον γνωστό βιασμό που έγινε εκεί. Ενώ από τη μια πλευρά –και πολύ σωστά- τα μέλη του termninal αναδημοσιεύουν στο site τους το κείμενο του Φόρουμ Αλβανών Μεταναστών που εναντιώνεται στην πατερναλιστική στάση των αναρχικών και των αριστεριστών απέναντί τους («”Με” ή “για” τους μετανάστες;»[15]), από την άλλη πλευρά πάνε και κάνουν κάτι εξίσου πατερναλιστικό: πάνε στην Αμάρυνθο να ζητήσουν τα ρέστα απ’ τους τοπικούς τραμπούκους, ως υπερασπιστές των αδυνάτων –οι νέοι Ζορό-, υπό το σκεπτικό πως σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να διατρανώνουμε στους τραμπούκους, τους βιαστές, τους σωματέμπορες και τους υπόλοιπους της αυτής συνομοταξίας ότι τα χτυπήματά τους δε θα μένουν αναπάντητα[16]. Είναι γνωστό ότι αυτή είναι η θέση των αναρχικών που χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει τη βεντέτα που διατηρούν με τους φασίστες της Χρυσής Αυγής: ο πατερναλισμός και η επιθυμία να βρούμε θύματα για να τα βοηθήσουμε σε όλο τους το μεγαλείο. Αν δούμε τα πράγματα προσεκτικότερα, θα διαπιστώσουμε ότι το σύνολο σχεδόν της πολιτικής δράσης του terminal κινείται στο ίδιο μοτίβο: η έμφαση που δίνουν σε θέματα όπως ο σεξισμός, η βία κατά των γυναικών και ο αντισημιτισμός δεν είναι παρά μια προσπάθεια προς άγραν κοινωνικών κατηγοριών που χρίζουν της σωτήριας βοήθειάς τους. Μπορεί να μην ψάχνουμε πια για επαναστατικά υποκείμενα, αλλά κατά βάθος η λογική παραμένει η ίδια. Το ίδιο ισχύει βέβαια και για την τάση τους να υποστηρίζουν τη λογοκρισία, όπως οφείλει να ‘χει γίνει κατανοητό απ’ την παραπάνω ανάλυσή μας, όπως επίσης και με την υποστήριξή τους στις δραστηριότητες του στεκιού Ιατρικής της Θεσσαλονίκης (μαθήματα σε κωφάλαλους κλπ). Η προστατευτικότητα κι ο πατερναλισμός είναι η πρακτική συνέπεια του ηθικισμού κάθε μορφής. Σε τηλεοπτικό επίπεδο τον απολαύσαμε πριν λίγο καιρό, όταν ο Λάκης Χαζόπουλος και ομοϊδεάτες του επιτέθηκαν στην Ανίτα Πάνια και στο Je taime, αρνούμενοι στους συμμετέχοντες το δικαίωμα να θέλουν να κάνουν ό,τι κάνουν. Όπως και στην περίπτωση της λογοκρισίας, έτσι κι εδώ, οι άνθρωποι θεωρούνται ανίκανοι να επιλέξουν από μόνοι τους τι είναι καλό γι’ αυτούς και τι όχι: πρέπει να ‘ρθει ο Ρομπέν των Δασών κι οι Ήρωες με τα Κωλάν για να τους σώσουν. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων πίσω απ’ αυτή την επιφανειακή καλοσύνη κρύβεται μια βαθιά περιφρόνηση προς αυτόν που εκάστοτε βοηθάμε. Αυτό έγινε ιδιαιτέρως φανερό στην περίπτωση του Je taime : ενώ η βασική κατηγορία που του επερρίφθη ήταν πως στιγματίζει και εξευτελίζει τους «ψυχικώς πάσχοντες», οι πρώτοι που διέπραξαν αυτόν τον στιγματισμό –χρησιμοποιώντας μάλιστα και τον όρο «ψυχικώς πάσχοντες»- ήταν ο Χαζόπουλος και οι λοιποί προστάτες. Επειδή, με απλούστερη διατύπωση, είμαστε καταδικασμένοι να φτάνουμε μόνο μέχρι το τρεϊντγιουνιονιστικό επίπεδο συνείδησης, χρειαζόμαστε τη Dworkin για να μας πει ότι δεν κάνει να καυλώνουμε βλέποντας και πρωταγωνιστώντας σε τσόντες[17] ή τον Χαζόπουλο για να μας πει ότι ο Κάτμαν δε μπορεί να σκεφτεί ότι μ’ αυτά που κάνει γελοιοποιείται. Εμείς από την πλευρά μας, ως οπαδοί της αυτονομίας και της πίστης ότι οι άνθρωποι δεν είναι χαζοί, απαντάμε πως δεν είναι δικό μας το πρόβλημα αν μερικοί έχουν τάσεις φιλανθρωπίας αλλά ντρέπονται να πάνε στην Αλληλεγγύη ή στο κατηχητικό. Αφήστε μας ήσυχους να κάνουμε ό,τι θέλουμε και μη μας λέτε τι είναι σωστό και τι όχι· κρατήστε τα για τον εαυτό σας και αδειάστε μας τη γωνιά.
Η δύναμη προσανατολισμού
Διότι, εκτός των άλλων, ο ηθικισμός είναι και ένας εκ των μεγαλύτερων εχθρών του χιούμορ. Και τα μέλη του terminal, εφόσον δηλώνουν ότι συμπαθούν τον σουρεαλισμό, θα έπρεπε να το ξέρουν αυτό. Ίσως αυτό να τους επέτρεπε να δουν τη γελοιότητα και το φαιδρό του Πλεύρη, αντί να τον δαιμονοποιούν και να τον εξυψώνουν σε μετενσάρκωση του Αδόλφου Χίτλερ[18]. Δεν εκπλησσόμεθα όμως που κάτι τέτοιο δε συμβαίνει: πρόκειται και σε αυτή την περίπτωση, όπως και σ’ εκείνη του Καστοριάδη, για κρούσματα της διαδικασίας αφομοίωσης. Η υιοθέτηση των αρχών του σουρεαλισμού είναι επιφανειακή και ακαδημαϊκή κι έτσι δεν επιτρέπει στο πραγματικό του πνεύμα να επηρεάσει τη δράση της ομάδας. Η μανία τους να βρίσκουν εχθρούς των προστατευόμενών τους τούς έκανε να μεταφράσουν ένα κείμενο που μιλά για τον μισογυνισμό του Breton και των λοιπών σουρεαλιστών. Δεδομένου ότι ο σουρεαλισμός υπήρξε ένα από τα ριζοσπαστικότερα κι επαναστατικότερα κινήματα της πρόσφατης ιστορίας θέλουμε να κάνουμε μια παρατήρηση. Καταρχάς, η μετάφραση αυτού του κειμένου, όταν δεν έχει ειπωθεί –σε τέτοια έκταση τουλάχιστον- τίποτε άλλο περί σουρεαλισμού, συνιστά κίνηση εξόχως αντιδραστική, καθώς εντάσσεται στα πλαίσια της γενικευμένης επίθεσης που έχουν ξεκινήσει εδώ και χρόνια οι ιδεολογικοί εκφραστές του σύγχρονου καθεστώτος ενάντια στις μεγάλες κατακτήσεις του μοντερνισμού –τόσο σε πολιτικό, όσο και σε φιλοσοφικό, ψυχαναλυτικό ή καλλιτεχνικό επίπεδο. Ο σουρεαλισμός σέρνεται στα δικαστήρια της σύγχρονης μετριότητας και καταδικάζεται ως οπαδός του ολοκληρωτισμού, του ανορθολογισμού και –εν προκειμένω- του σεξισμού[19]. Το ίδιο φυσικά συμβαίνει και με το σύνολο των μεγάλων μοντερνιστικών προταγμάτων, καθώς υποτίθεται πως κάθε κίνημα που στοχεύει στον συνολικό μετασχηματισμό της κοινωνίας είναι ολοκληρωτικό. Στα πλαίσια αυτής της χυδαίας επίθεσης ενσωματώνονται και μερικές απ’ τις ιδέες του φεμινισμού του δεύτερου και τρίτου ρεύματος: πλάι στην αντίληψη περί της Δύσης ως πολιτισμού του –εργαλειακού- ορθολογισμού, των κλειστών φιλοσοφικών συστημάτων και των ολοκληρωτικών πολιτικών κινημάτων προστίθεται και το στοιχείο της πατριαρχίας. Έτσι ο σαλτιμπάγκος Derrida, για παράδειγμα, δεν αρκείται να μιλά περί «λογοκεντρισμού», αλλά φτιάχνει την έννοια του φαλλογοκεντρισμού : η Δύση δηλαδή, εκτός από τα παραπάνω, είναι και ο πολιτισμός του λευκού, φαλλοκράτη και macho ορθολογιστή. Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η ασυναρτησία και η γελοιότητα αυτών των διατυπώσεων φανερώνουν την υπόρρητη αίσθηση μηδαμινότητας που βιώνουν οι απολογητές του σύγχρονου καθεστώτος, αίσθηση η οποία τους κάνει να ζηλεύουν τον μοντερνισμό και να του επιτίθενται, χρησιμοποιώντας όποια βλακεία τους έρθει πρώτη –γιατί είναι και πολλές και συνοστίζονται- στο κεφάλι. Στα πλαίσια αυτής ακριβώς της επίθεσης πρέπει να δούμε και τις κατηγορίες εναντίον των σουρεαλιστών –όπως φυσικά και του Freud και της ψυχανάλυσης γενικώς. Δεν λέμε ότι τα κινήματα αυτά ήταν άμεμπτα κι ότι απαγορεύεται να τ’ αγγίζουμε –κάθε άλλο. Πρέπει όμως να ξέρουμε πως και μέχρι που μπορούμε να τους κάνουμε κριτική. Δε μπορούμε να παίρνουμε ονόματα του μεγέθους του Freud και του Breton και να τους κάνουμε κριτική με ύφος εναλλακτικού μεταμοντερνιστή καθηγητή, γιατί μ’ αυτό τον τρόπο ξεφτιλίζουμε την επαναστατική και αυτόνομη παράδοση[20]. Διότι, στο κάτω κάτω της γραφής, τα πατριαρχικά στοιχεία που υπάρχουν στην ψυχανάλυση και τον σουρεαλισμό είναι κατάλοιπα και δείγματα της ανασχετικής επιρροής που ασκούσαν πάνω τους οι σημασίες της εποχής τους. Το να καθόμαστε και να ρίχνουμε το βάρος μας σ’ αυτά –παραβλέποντας άλλωστε και το θεμελιώδες γεγονός πως τόσο ο σουρεαλισμός όσο κι η ψυχανάλυση μας παρέχουν οι ίδιοι τα μέσα για το ξεπέρασμα και την εξουδετέρωση αυτών των στοιχείων-, σημαίνει ότι έχουμε αφήσει το ουσιώδες να πάει για μπάνιο. Αντί να κάτσουμε να μιλήσουμε περί της σημασίας του σουρεαλισμού και της ψυχανάλυσης για τη διάνοιξη της σκέψης και την απελευθέρωση της σεξουαλικότητας, καθόμαστε και ψειρίζουμε την τάδε κουβέντα του Breton και το τάδε σχέδιο του Bellmer: λες κι η ιστορική επιρροή του σουρεαλισμού να συνίστατατο στην ενδυνάμωση των φαλλοκρατικών ιδεών και των ταμπού της πατριαρχίας. Λίγη σοβαρότητα δεν κάνει κακό.
Αυτές οι τελευταίες παρατηρήσεις περί σουρεαλισμού μας αποδεικνύουν ότι τα μέλη του terminal 119 πάσχουν από την έλλειψη αυτού που ο Καστοριάδης αποκαλούσε δύναμη προσανατολισμού. Πρόκειται για μια έννοια που εισάγει στο Μπροστά στον πόλεμο και της οποίας το περιεχόμενο συνίσταται στην ικανότητά μας να προσανατολιζόμαστε εντός του κοινωνικοϊστορικού πεδίου και να διακρίνουμε τι είναι κάθε φορά σημαντικό και τι όχι. Η δύναμη προσανατολισμού είναι ίσως η πιο σημαντική αρετή που οφείλει να διαθέτει μια επαναστατική ομάδα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στο κομμάτι της κοινωνιολογικής και γενικότερα «θεωρητικής» της ανάλυσης –δεν έχει και πολλά άλλα καθήκοντα εξάλλου. Από τη στιγμή που η πολιτική, νοημένη υπό το φως του αυτόνομου και δημοκρατικού προτάγματος, συνίσταται στην κριτική των σημασιών που υποβαστάζουν τους θεσμούς της εκάστοτε ετερόνομης κοινωνίας, θα πρέπει καταρχήν να μπορούμε να διακρίνουμε αυτές τις σημασίες. Γιατί αν, αντί να επιτιθέμεθα σε αυτές, κυνηγάμε ανεμόμυ(α)λους, τότε δεν κάνουμε τίποτε άλλο απ’ το να βοηθάμε στην ενδυνάμωση του καθεστώτος και των αυταπατών που επιτρέπουν στους ανθρώπους να αποφεύγουν τα ουσιώδη ερωτήματα.
Επί των ημερών μας το βασικό πρόβλημα που οφείλει να επεξεργαστεί το επαναστατικό «κίνημα» (τρομάρα του) είναι αυτό της συνολικής, ανθρωπολογικής απάθειας που, ως συνέπεια και ταυτοχρόνως προϋπόθεση του κενού νοήματος, εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία. Η κρίση της διαδικασίας ταύτισης και η δυσπραγία γενικώς του εκκοινωνισμού, η κοινωνική και ψυχική αποσύνθεση και η αδυναμία της σύγχρονης κοινωνίας να δημιουργήσει κάποιο καινούργιο νόημα, σε οποιονδήποτε τομέα κι αν αναφερθούμε, μας θέτουν ζητήματα τεράστιας επιτακτικότητας, των οποίων η σημασία αυξάνεται σε εξαιρετικό βαθμό λόγω της ιστορικής τους πρωτοτυπίας: πρόκειται για ζητήματα που κανένα άλλο κίνημα του παρελθόντος δεν αντιμετώπισε. Δεδομένου μάλιστα ότι αυτή η κατάσταση μπορεί να γίνει αντιληπτή με σαφήνεια μόνο από εμάς (εννοούμε εδώ όλους όσους προσυπογράφουν την ανάλυση του Καστοριάδη)[21], η ανάγκη θεωρητικής της επεξεργασίας και δημιουργίας των μορφών δράσης που είναι συμβατές μ΄ αυτήν γίνεται ακόμη πιο επείγουσα. Παρ’ όλα αυτά, το terminal, το οποίο (αυτό)προσδιορίζεται ως «αυτόνομο», δεν δείχνει να σκοτίζεται και πολύ με όλα αυτά. Τα μέλη του έχουν βολευτεί με το ν’ ασχολούνται με «παραδοσιακού» τύπου θέματα όπως «το Κράτος», ο ιμπεριαλισμός, ο ρατσισμός κι ο σεξισμός, παραβλέποντας αυτό που στις μέρες μας είναι ουσιώδες (παρ’ όλο που το τέταρτο μέρος του σχεδιαγράμματος της απραγματοποίητης τελικά 5ης Τοπολογίας λέει άλλα πράγματα: βλ. την προαναφερθείσα μπροσούρα, σ. 27). Να τι έγραφε στα 1962 ο Καστοριάδης, σε μια πολύ σημαντική φάση της ιστορίας του Socialisme ou Barbarie (οριστικό ξεπέρασμα –από την τάση τουλάχιστον που προσυπέγραφε τις αναλύσεις του Καστοριάδη στο «Επαναστατικό κίνημα στον σύγχρονο καπιταλισμό»- των μαρξιστικών αντιλήψεων και πρακτικών και επίγνωση της ανάγκης δημιουργίας ενός νέου τύπου επαναστατικής ομάδας): «Κατά τα δύο τελευταία χρόνια ο πόλεμος της Αλγερίας χρησίμευσε, πραγματικά, σαν υποκατάστατο μιας αναζήτησης λύσης στα αληθινά πολιτικά προβλήματα (με τη βαθύτερη έννοια: του προσανατολισμού) που μας τίθενται. Αυτό δε συνιστά κριτική της ίδιας της δραστηριότητας σαν τέτοιας, αλλά του γεγονότος ότι αποτελούσε, στην πράξη, τη μόνη δραστηριότητα της ομάδας και το κεντρικό θέμα της προπαγάνδας της. Ήταν λάθος. Και, εν πάση περιπτώσει, από εδώ και στο εξής είναι αδύνατο. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να λέμε στον εαυτό μας (έστω κι αν το λέγαμε ασυνείδητα): όπως και να έχει η υπόθεση, οφείλουμε να κάνουμε ό,τι μπορούμε ενάντια στον πόλεμο της Αλγερίας και, καθώς δεν μπορούμε να κάνουμε τα πάντα ταυτόχρονα, τα υπόλοιπα θα περιμένουν»[22]. Ακριβώς το ίδιο κάνουν και οι του terminal μόνο που στη θέση του πολέμου της Αλγερίας έχουμε τον αντισημιτισμό και τον σεξισμό. Αντί να κάτσουν να επεξεργαστούν κάποια καινούργια ιδέα για το τι γίνεται γύρω μας και πως θα τοποθετηθούμε απέναντί του, ξοδεύουν το χρόνο τους κάνοντας ιστορικοβιβλιογραφικές μελέτες και διυλίζοντας τον κώνωπα σχετικά με θέματα των οποίων το ουσιώδες θα μπορούσε να ειπωθεί με πολύ λιγότερο κόστος (από άποψη σπατάλης χρόνου και έργου). Για παράδειγμα, και χωρίς να θέλουμε να μειώσουμε την αξία των εργασιών τους αυτών καθαυτών –αφού συμβάλλουν στον αγώνα ενάντια στον αναρχικό και αριστερό εθνικισμό/αντισημιτισμό-, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι το κομμάτι του πρώτου τεύχους του terminal που αναφέρεται στον «τζιχαντισμό» δεν προσφέρει, από πολιτικής απόψεως, και πολλά παραπάνω από μια απλή προκήρυξη επί του θέματος (όπως αυτή που κυκλοφορήσαμε εμείς πριν τρία χρόνια με τίτλο «Το Ισλάμ και η Δύση»: βλ. στη σελίδα http://autonomyorbarbarism.blogspot.com/2007/01/blog-post_20.html ).
Ταυτόχρονα πρέπει να επιμείνουμε και σε κάτι ακόμα. Η εμμονή του terminal να ασχολείται με «μερικά» ζητήματα όπως ο ρατσισμός και ο αντισημιτισμός δείχνει αδυναμία κατανόησης του επαναστατικού προτάγματος ως προτάγματος που θέτει το ζήτημα των θεσμών της κοινωνίας κατά τρόπο συνολικό. Άν είμαστε με την αυτονομία, οφείλουμε να διαυγάσουμε τον τρόπο με τον οποίο τα διάφορα μερικά κινήματα –ή τουλάχιστον τα ριζοσπαστικά τους στοιχεία- μπορούν να αρθρωθούν στα πλαίσια ενός προτάγματος με ολική στόχευση όπως το δικό μας. Πρέπει, με άλλα λόγια, να τραβάμε τα μερικά κινήματα προς τη μεριά μας κι όχι να κάνουμε εμείς παραχωρήσεις σ’ αυτά. Κι αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή με αυτό τον τρόπο βλάπτουμε το ίδιο το πρόταγμα της αυτονομίας, αφού, εξαιτίας των παραχωρήσεών μας, δεν κάνουμε την κριτική που χρειάζεται στις αντιδραστικές πλευρές των μερικών κινημάτων –με πρώτη και καλύτερη ακριβώς την επιμονή τους στη «μερικότητά»- και σαν συνέπεια αμβλύνουμε τη ριζοσπαστικότητα των δημοκρατικών ιδεών, τραβώντας τις προς τον συντηρητισμό. Δεύτερον, μην προσπαθώντας να εντάξουμε κατά τρόπο οργανικό και συνεκτικό τα διάφορα επιμέρους κινήματα στο συνολικό μας πρόταγμα, τα καταξιώνουμε ως κινήματα μερικά, πράγμα που μας οδηγεί, από ένα σημείο κι έπειτα τουλάχιστον, στον μεταμοντερνισμό και στην (χ)ιδεά των εκπροσώπων του ότι πρέπει να αγωνιζόμαστε μόνο τμηματικά, καθώς η ολικότητα ενός προτάγματος είναι στοιχείο που οδηγεί στον ολοκληρωτισμό. Το terminal υποπίπτει και στα δύο αυτά λάθη, καθώς υποστηρίζει την ίδια στιγμή δύο διαφορετικά πράγματα, τα μερικά κινήματα -ή τουλάχιστον: τα κινήματα που διαθέτουν κάποιο προνομιακό αντικείμενο (μετανάστες, φεμινισμός, αντισημιτισμός κλπ)- και το πρόταγμα της αυτονομίας, δίχως όμως να επιχειρεί την παραμικρή σύνδεση μεταξύ τους. Υποτίθεται πως κάτι τέτοιο καλύπτεται απ’ τη θεωρία του Καστοριάδη περί της συνολικότητας του προτάγματος της αυτονομίας· αμ δε: ο αναρχοφεμινισμός, για παράδειγμα, (στις ακραίες μορφές του τουλάχιστον) είναι ασυμβίβαστος με το πρόταγμα της αυτονομίας. Διότι δεν πρόκειται εδώ απλώς για την υποστήριξη της γυναικείας απελευθέρωσης ή της πάλης κατά του αντισημιτισμού, αλλά για την υποστήριξη συγκεκριμένων θέσεων και πολιτικών επί αυτών των ζητημάτων, οι οποίες είναι απαράδεκτες από δημοκρατικής απόψεως. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Το φαντασιακό της προστασίας ή της υποστήριξης συγκεκριμένων ομάδων «αναξιοπαθούντων» δεν ενδιαφέρεται τόσο να καταργήσει τις διακρίσεις και τα κριτήρια που καθιστούν αυτές τις ομάδες ξεχωριστές και διακριτές (από άποψη εθνικότητας, φύλου κλπ), όσο να αυτοεπιβεβαιώνεται με το να σπαταλάει το χρόνο του «όντας αλληλέγγυο» σ’ αυτές. Η κατάργηση των εθνικών ή φυλετικών κριτηρίων διαχωρισμού των ανθρώπων υποτίθεται ότι είναι ο μακροπρόθεσμος στόχος, ο οποίος θα πραγματοποιηθεί μόνο με την έλευση της επανάστασης. Επειδή όμως η επανάσταση μάλλον έχει καθυστερήσει κάπως, οι ομάδες υποστήριξης/αλληλεγγύης λένε ότι δε μπορούμε να αφήνουμε τα προβλήματα να υπάρχουν, περιμένοντας απλώς την επανάσταση. Αυτή η ιδέα είναι φυσικά σωστή. Το πρόβλημμα όμως είναι ότι, εν προκειμένω, ο συλλογισμός που τη στηρίζει τραβιέται στα άκρα. Με αυτό τον τρόπο το terminal και όλοι όσοι υποστηρίζουν το εν λόγω φαντασιακό αποφεύγουν να θέσουν σε αυτές τις ομάδες το ζήτημα της αυτονομίας, δήθεν από φόβο πως αν ζητήσουμε την κατάργησή τους, θα πάμε de facto με το μέρος των διωκτών τους: να μην λέμε δηλαδή ότι μια διεθνιστική πολιτική θα έπρεπε να υποστηρίζει –καταρχήν τουλάχιστον- την κατάργηση του Ισραήλ και την αντικατάστασή του από ένα ενιαίο ισραηλοπαλαιστινιακό κράτος, επειδή το Ισραήλ είναι το μόνο μέσα στο οποίο οι Εβραίοι είναι ασφαλείς· να μη λέμε επίσης ότι οι Εβραίοι τυγχάνει πολλές φορές να είναι εθνικιστές ή θρησκόληπτοι, επειδή έτσι κάνουμε πλάτες στον αντισημιτισμό· να μη λέμε ότι οι ακραίες φεμινίστριες είναι πουριτανές και σεξίστριες, γιατί έτσι υποστηρίζουμε τη φαλλοκρατία· να μην απαιτήσουμε, τέλος, από τους μετανάστες να μην κατεβαίνουν στις πορείες με τις εθνικές τους σημαίες, γιατί με αυτό τον τρόπο πάμε με τον ελληνικό εθνικισμό. Πρόκειται περί σταδιακής διολίσθησης στη γνωστή λογική του διπολισμού, ενάντια στην οποία αγωνίστηκε ολόκληρη τη ζωή του ο Καστοριάδης. Να πούμε τέλος ότι το σκεπτικό του terminal που δικαιολογεί τη μανιώδη επιμονή στα ζητήματα του σεξισμού και του αντισημιτισμού βασίζεται στην ιδέα ότι η επίκληση της ολικότητας χρησιμοποιείται απ’ τους αναρχικούς προκειμένου να συγκαλύψει την ανεκτικότητά τους –ή την υποστήριξή τους- απέναντι σ’ αυτά τα προβλήματα. Νομίζουμε ότι αυτή η διαπίστωση, η οποία είναι φυσικά σωστή, δε δικαιολογεί σε καμιά περίπτωση αυτή την επιμονή. Στοιχειώδεις γνώσεις πάνω στο ποιοι συμμετέχουν στις αναρχικές και αριστεριστικές ομάδες θα έπρεπε να μας κάνουν να θεωρούμε αυτονόητο ότι εκεί μέσα κυριαρχεί ο σεξισμός, ο εθνικισμός και ο ρατσισμός. Και ακριβώς γι’ αυτό είναι που οφείλουμε να διακόψουμε κάθε σχέση με αυτούς τους κύκλους και να προσπαθήσουμε να επεξεργαστούμε ιδέες και μέσα πάλης εμπνευσμένα από τις ιδέες της αυτονομίας.
Αυτή η κατάσταση έχει τεράστια σημασία, καταρχήν επειδή συμβάλλει, όπως είπαμε, στη συγκάλυψη του βασικού προβλήματος της εποχής. Κατά δεύτερον, επειδή τα θέματα με τα οποία ασχολείται το terminal θα μπορούσε να τα θίξει και μια σοβαρή και δημοκρατική αναρχική ομάδα. Τέλος –και αυτό είναι το σημαντικότερο-, επειδή το καθεστώς ασημαντότητας, ο πρωτόγνωρος κοινωνικοϊστορικός σχηματισμός που βιώνουμε στις μέρες μας, επηρεάζει με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο τα προβλήματα που μας κληροδότησε η παραδοσιακού τύπου ετερονομία, μέρος των οποίων είναι αυτά με τα οποία ασχολείται το terminal. Το κενό νοήματος και η κρίση της διαδικασίας ταύτισης υπονομεύουν την ικανότητα των ατόμων να επενδύουν και να ενδοβάλλουν τους θεσμούς και τα κοινωνικώς προσφερόμενα νοήματα. Με αυτόν τον τρόπο όλες οι παραδοσιακές ιδέες που έχουν βγει στη μόστρα σήμερα (εθνικισμός, θρησκεία, ερωτικός πουριτανισμός κλπ) διαφέρουν ουσιωδώς, ως προς τη μορφή και τη συνεκτικότητά τους, από τα κλασικά τους πρωτότυπά. Είναι άδειες από φαντασιακό, δίχως νοηματικό βάθος και ανίκανες να κινητοποιήσουν τους ανθρώπους. Η προσχώρηση σε αυτές γίνεται κατά τρόπο επιφανειακό, ως μια προσπάθεια να βρούμε νόημα, γραπωνόμενοι από κάτι πιο σίγουρο και σταθερό από τον γενικό αχταρμά που συνιστά το καθεαυτό σύγχρονο φαντασιακό. Η έννοια του lifestyle αυτό ακριβώς το νόημα έχει. Ο περιορισμένος διανοητικός ορίζοντας του Bookchin φαίνεται εν προκειμένω απ’ το ότι απέτυχε να ερμηνεύσει σωστά το φαινόμενο, παρόλο που το εντόπισε: αντί να προβεί σε μια ανάλυση παραπλήσια μ’ αυτή του Καστοριάδη ή του Lipovetsky, προσπάθησε να περιστείλει το φαινόμενο του lifestyle –στην αναρχική του έκφανση- στον παραδοσιακό ατομικισμό του Stirner και του Nietzsche, ο οποίος υποτίθεται ότι κυριάρχησε ιστορικά στο αναρχικό κίνημα.
Παράβλεψη όμως του lifestyle χαρακτήρα με τον οποίο κάνουν σήμερα οι άνθρωποι ό,τι κάνουν σημαίνει ότι χάνεται το μέτρο εκτίμησης των καταστάσεων. Το παράδειγμα του αντισημιτισμού, το οποίο εξάλλου μας έδωσε και την αφορμή της όλης διένεξης, είναι αρκετό για να περιγράψουμε αυτό που λέμε. Το terminal δαιμονοποιεί τον Πλεύρη και θέλει να παρουσιάζει τον αντισημιτισμό ως έναν υπαρκτό και πολύ σημαντικό κίνδυνο της εποχής μας. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει σε καμία περίπτωση, καθώς, όπως και κάθε άλλη αξία αυτού του είδους, ο αντισημιτισμός επανέρχεται περιοδικά απλώς και μόνον ως ένα απ’ τα πολλά κατάλοιπα του παρελθόντος: όπως, ακριβώς λόγω της κρίσης της διαδικασίας ταύτισης, δεν υπάρχει πια κίνδυνος αναζωπύρωσης της θρησκείας και των ολοκληρωτικών κινημάτων[23], έτσι κι ο αντισημιτισμός δεν είναι κάτι που μπορεί να ριζώσει. Εξάλλου, ο αντισημιτισμός στον οποίο κατά βάση αναφέρεται το termninal (στα σχετικά άρθρα του περιοδικού του) δεν είναι ένας «θετικός» και αυτοδύναμος αντισημιτισμός, αλλά μάλλον μια έμμεση και υπονοούμενη μορφή του, κυρίως στα πλαίσια της ταύτισης των εβραίων με τους «αμερικάνους» και τη «Δύση» που γίνεται απ’ τους ακροδεξιούς και τους αριστεριστικούς κύκλους. Αυτό που το terminal αποκαλεί αντισημιτισμό είναι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η επέκταση του αντιαμερικανισμού στους ισραηλινούς, υπό το σκεπτικό πως αποτελούν τους βασικούς συμμάχους της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Αυτό που χρειάζεται να τονιστεί είναι ότι το μίσος στρέφεται ως επί το πλείστον κατά του Ισραήλ, ως κράτους που εξυπηρετεί τα αμερικανικά συμφέροντα, κι όχι ενάντια στους εβραίους γενικώς, όπως γινόταν στο παρελθόν. Μόνο το λεγόμενο «εβραϊκό λόμπυ» της Αμερικής εξαιρείται κι αυτό όμως επειδή υποτίθεται ότι καθορίζει παρασκηνιακά την αμερικανική πολιτική. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει πλέον ο παλαιότερος αντισημιτισμός που οδηγούσε σε επιθέσεις ενάντια σε εβραϊκές κοινότητες και ο οποίος εμπνεόταν από την εμμονή ότι οι Εβραιοί εισχωρούν σιγά σιγά, καταλαμβάνοντας τις θέσεις κλειδιά, με σκοπό να αλλοιώσουν την εθνική ταυτότητα του εκάστοτε λαού. Ο αντισημιτισμός που οδήγησε στο Ολοκαύτωμα έχει τα χαρακτηριστικά αυτής της τελευταίας μορφής και ήταν διάχυτος στην Ευρώπη καθόλο το πρώτο μισό του 20ού αιώνα -γι’ αυτό εξάλλου κι αποτελεί ένα απ’ τα θέματα των μεγάλων, μη γερμανών, συγγραφέων της εποχής όπως ο Joyce ή ο Proust. Ο σύγχρονος αντισημιτισμός δε θα οδηγούσε ποτέ στην πόλωση που προκλήθηκε στη Γαλλία με την υπόθεση Ντρέιφους. Είναι περισσότερο δουλειά των αριστεριστών, των ακροδεξιών και φυσικά των ισλαμιστών, για εντελώς διαφορετικούς όμως λόγους. Η πραγματική λαϊκή του βάση είναι σχεδόν ανύπαρκτη και γι’ αυτό ακριβώς δεν οδηγεί σε πράξεις βίας. Στον βαθμό που έχουμε σχετικά κρούσματα, πρέπει να τα εντάξουμε στα πλαίσια της γενικότερης αύξησης της βίας που παρατηρείται εσχάτως στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών. Στην προκειμένη περίπτωση οι ναζιστικές και λοιπές αντισημιτικές και ρατσιστικές ιδεολογίες είναι περισσότερο προφάσεις που επιτρέπουν την άσκηση βίας εναντίον άλλων ομάδων και αυτός είναι άλλωστε ο λόγος για τον οποίο συνδέονται τόσο συχνά με τον χουλιγκανισμό. Αυτή η διαπίστωση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι για την ρατσιστική βία –και όχι απλώς για τις ρατσιστικές ιδέες, αν και το terminal δεν αποδέχεται αυτή τη διάκριση- που έχουμε να αντιμετωπίσουμε σήμερα, πρέπει να έχουμε στο νου μας όλα αυτά που είπαμε για την κατάρρευση των αξιών και το κενό νοήματος κι όχι να δαιμονοποιούμε τον κάθε γραφικό, που άλλωστε δεν τον ξέρει ούτε η μάνα του. Με αυτό δε θέλουμε φυσικά να πούμε ότι για κάθε συγκεκριμένο μεμονωμένο περιστατικό πρέπει να αναφερόμαστε στο μακροκοινωνικό επίπεδο, συγκαλύπτοντας τελικά το ίδιο το γεγονός –αυτό θα ήταν ατόπημα ανάλογο μ’ αυτά που προσάπτουμε στο terminal, έστω κι αν θα προερχόταν από την άλλη πλευρά· αυτό στο οποίο, αντιθέτως, θέλουμε να επιμείνουμε είναι ότι η απόδοση κεντρικής σημασίας σε τέτοια ζητήματα μας αποπροσανατολίζει από τα ουσιαστικά προβλήματα, τόσο της κοινωνίας γενικώς, όσο και ημών, ειδικότερα, ως επαναστατών που προσπαθούμε να προωθήσουμε το πρόταγμα της αυτονομίας: κανείς δεν αρνείται τη σημασία του Ολοκαυτώματος και του αντισημιτισμού· απλώς, από επαναστατικής απόψεως, το ουσιώδες βρίσκεται αλλού. Και χρέος μας είναι να τσακιστούμε να το βρούμε.
Και, τέλος, ας κάνουμε κι ένα σχόλιο εν είδει καλαμπουριού, στην προσπάθειά μας να καταστήσουμε κατανοητό τι εννοούμε όταν λέμε ότι το termninal δεν έχει αντιληφθεί το πνεύμα της αυτονομίας. Απαντώντας μας σε μια επιστολή όπου είχαμε μιλήσει για τον «βιασμό της γλώσσας» από μέρους αυτών που χρησιμοποιούν τον σύγχρονο, βερμπαλιστικό τρόπο γραφής, το terminal μας είχε πει ότι «Όσο αφορά το ζήτημα της γλώσσας και της κατηγορίας περί βιασμού της, η κατηγορία περί «βιασμού» των φιλοσοφικών εννοιών από μέρους μας θα επιστραφεί σε σας ως διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Εμείς μόνο έναν βιασμό ξέρουμε, τη γνωστή πράξη βαρβαρότητας πάνω στο υποκείμενο-γυναίκα την οποία η παρούσα δημοκρατία προωθεί ποικιλοτρόπως ως ιδιωτική υπόθεση, ως ερωτικοποιημένη βία, ως καταναγκαστική ετερο-σεξουαλικότητα κτλ. Το να ονομάζουμε «βιασμό» τη διαστρέβλωση των φιλοσοφικών όρων σημαίνει να ακυρώνουμε το τι σημαίνει στην πραγματικότητα βιασμός. Αποδυναμώνουμε, μυστικοποιούμε και κλέβουμε την λέξη από τα στόματα όλων αυτών που έχουν δικαίωμα να τη χρησιμοποιούν και είναι και οι μόνες –όχι τυχαία- που δεν την χρησιμοποιούν» (επιστολή 12/6/2006). Προφανώς για μας κάτι τέτοιο είναι αστείο. Υπενθυμίζουμε όμως στο terminal ότι ο Καστοριάδης είχε πει κάποτε το εξής: «Η λέξη αυτονομία, όπως όλες οι άλλες λέξεις και ιδέες της εποχής μας, έχει εκπορνευτεί»[24]. Συνεπώς κι ο Καστοριάδης στερεί τα θύματα του trafficking απ’ τη δυνατότητα να εκφράσουν την καταπίεση που βιώνουν κι έτσι ρέπει κι αυτός προς το σεξισμό και τη φαλλοκρατία. Είμαστε δηλαδή όλοι σεξιστές και πρέπει ν’ αυτομαστιγωθούμε για να καθαρθούμε απ’ το μίασμα. Σε λίγο θα μας απαγορευθεί και να μιλάμε. Να μη λέμε «θα του γαμήσω την Παναγία» ή «πω πω, μας γάμησε στην πολυλογία», γιατί έτσι προωθούμε τον σεξισμό.

ΖΗΤΩ ΤΟ ΧΙΟΥΜΟΡ, ΚΑΤΩ Ο (Π)ΗΘΙΚΙΣΜΟΣ



Δεν υπάρχουν σχόλια: