Για τον αλεξη

Για τον αλεξη

4 Ιουλ 2010

«Νο money, just honey»

Ενα διάλειμμα έκαναν. Γιατί τους άρεσε η ιδέα -για μια φορά- της συνύπαρξης σ' έναν κοινό χώρο και το θέμα, η σημερινή οικονομική κρίση. Επτά street artists (οι Σωκράτης Αργείτης, Αλέξανδρος Βασμουλάκης, iNo, Jamer, Δημήτρης Ταξής, Παύλος Τσάκωνας και Βαγγέλης Χούρσογλου) άφησαν για λίγο την ελευθερία των δρόμων της πόλης και στριμώχτηκαν σε... μια γκαλερί για χάρη μιας ομαδικής έκθεσης με τίτλο «Νο money, just honey». Μετά πήραν τα σπρέι και τα πινέλα τους κι επέστρεψαν εκεί όπου ανήκει η δουλειά τους - στο δρόμο. Πέντε από αυτούς μας εξηγούν γιατί δεν δελεάστηκαν από Σειρήνες. Την ώρα που όλο και περισσότεροι διάσημοι πια συνοδοιπόροι τους στο εξωτερικό ανακαλύπτουν το honey στο money...

«Στο δρόμο ένα έργο αποκτά άλλη δύναμη και πνοή»

Επέλεξε τα γκράφιτι από οποιαδήποτε άλλη εκφραστική τέχνη, γιατί πιστεύει ότι είναι η πιο δημιουργική και ενεργειακή επικοινωνία. Χρησιμοποιεί κυρίως σπρέι, αλλά και οτιδήποτε άλλο βρεθεί μπροστά του. Αρκεί, όπως λέει, να τον βοηθά σε αυτό που θέλει να εκφράσει. Το κοστολόγιο των βασικών υλικών ποικίλλει, ανάλογα με την επιφάνεια που θέλει να εικονογραφήσει. Αλλο τού στοιχίζει ένας τοίχος δύο μέτρων και άλλο μια επιφάνεια που μπορεί να φτάνει τα 50 μέτρα. Δεν δουλεύει σε συγκεκριμένες περιοχές. Επιλέγει κάθε φορά αυτήν που θα του «γυαλίσει» περισσότερο στο μάτι. Η αισθητική του χώρου παίζει, επίσης, μεγάλο ρόλο. Είναι διαφορετικό, υποστηρίζει, να δεις ένα έργο ατόφιο, ξεκομμένο από το περιβάλλον. Και εντελώς διαφορετικό να το δεις σε σχέση με τους οικοδομικούς όγκους που το περιβάλλουν. Πιστεύει πως κάτι τέτοιο δίνει στο έργο εντελώς διαφορετική δύναμη και πνοή. Στο ερώτημα αν τα γκράφιτι είναι τέχνη ή βανδαλισμός, απαντά ότι εξαρτάται από ποια πλευρά το βλέπει κανείς. «Μπορεί να βάψεις μια τράπεζα ή να κάνεις γκράφιτι στην πρόσοψη ενός σπιτιού και αυτό να είναι τέχνη. Μετά... ποιος ορίζει τι είναι βανδαλισμός; Ο νόμος. Αν κάνεις ένα έργο σε δημόσιο χώρο, ακόμα και η Μόνα Λίζα να είναι, θα πας μέσα για βανδαλισμό».
iNO


«Στο δρόμο γίνεσαι στελθ, αόρατο, για να μη σε πιάνουν τα επικίνδυνα ραντάρ»

Αρχισε να κάνει γκράφιτι για δύο λόγους. Το είχε απωθημένο επειδή μεγάλωσε σε νησί και όχι σε μεγάλη πόλη, όπου θα μπορούσε κυρίως να ασχοληθεί με την τέχνη του δρόμου. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με... ψυχοθεραπευτικούς σκοπούς. Βρέθηκε στην κρίσιμη φάση να αποφασίσει τι θα κάνει ως εικαστικός καλλιτέχνης. Το εμπορικό κομμάτι της τέχνης τον εγκλώβιζε, τα γκράφιτι τον απελευθέρωναν. Επέλεξε να κάνει εντελώς δικά του πράγματα και να τα προσφέρει δωρεάν στο κοινό.

Δουλεύει με έντονα ακρυλικά χρώματα πάνω σε χαρτί του μέτρου που το κολλάει στον τοίχο. Παρά τα «ταπεινά» υλικά που χρησιμοποιεί, τα έργα του έχουν ανέλπιστα μεγάλη διάρκεια ζωής χάρη στην... αντοχή της αλευρόκολλας! Για να παρατείνει τη διάρκειά τους, τα κολλάει όσο πιο ψηλά μπορεί στους τοίχους, ώστε να μην τα ξεκολλάνε και τα παίρνουν μαζί τους οι (περαστικοί) θαυμαστές της δουλειάς του. Αφήνει τα «ίχνη» του στο κέντρο της πόλης και πέριξ της γειτονιάς του, στον Κεραμεικό - που είναι, όπως λέει, μια μεγάλη υπαίθρια γκαλερί γι' αυτό το είδος της τέχνης.

«Οταν αποφασίσεις να δουλέψεις στο δρόμο, κάνεις το μεγάλο βήμα» μας λέει. «Αντιμετωπίζεις προκλήσεις που σε αλλάζουν. Γίνεσαι στελθ κανονικό, και μάλιστα αόρατο, για να μη σε πιάνουν τα επικίνδυνα ραντάρ!»
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΑΡΓΕΙΤΗΣ


«Αλλο τα έργα που κρέμονται στον τοίχο κι άλλο αυτά που γίνονται πάνω σε τοίχους»




Ξεκίνησε με τα... ορίτζιναλ γκράφιτι (συμπλέγματα γραμμάτων και λέξεων) όταν ήταν 17 ετών. Σήμερα πια δεν ασχολείται με αυτό το είδος της «κλασικής» τοιχογραφίας. Προτιμά να ζωγραφίζει σε χαρτί, να τυπώνει τις συνθέσεις του και να κολλά τα έκτυπα σε κάποια πολυσύχναστα περάσματα της πόλης.

Ψάχνει για «καθαρές» επιφάνειες, ώστε να μη χαλάσει τις δουλειές άλλων καλλιτεχνών που προηγήθηκαν, αλλά και για έναν ακόμα λόγο: να είναι αυτός που θα πάρει την «παρθενιά» του τοίχου. Μεγάλο ρόλο στις επιλογές του παίζει και ο ευρύτερος χώρος της περιοχής. Θεωρεί τα γύρω κτήρια κορνίζα που πλαισιώνει κάθε έργο του, ζητώντας από τους περαστικούς να το δουν σαν μια ψηφίδα στο πολύχρωμο μωσαϊκό της πόλης.

Στην ερώτηση πόσο άνετα μπορεί να νιώσει η υπαίθρια τέχνη του δρόμου... στεγασμένη μέσα σε μια αίθουσα τέχνης, με αφορμή την έκθεση «Νο money, just honey» στην οποία συμμετέχει, έχει ξεκάθαρη άποψη: «Αλλο πράγμα είναι μια αίθουσα τέχνης και εντελώς διαφορετικό πράγμα ο δρόμος. Οταν ένα έργο μπαίνει σε μια γκαλερί αλλάζει εντελώς η αισθητική και το νόημά του. Αυτά που κρεμάς στους τοίχους δεν έχουν σχέση με αυτά που γίνονται πάνω στους τοίχους. Από τη στιγμή που βάζεις το ταμπελάκι με την τιμή επάνω, μιλάμε για ένα τελείως διαφορετικό πράγμα».
ΠΑΥΛΟΣ ΤΣΑΚΩΝΑΣ

«Εκθέτεις και εκτίθεσαι την ίδια στιγμή»

Κάνει γκράφιτι για να τα δουν όσο το δυνατόν περισσότεροι και για να μοιραστεί μαζί τους κάποια πράγματα. Χρησιμοποιεί κυρίως σπρέι, πλαστικά χρώματα και πινέλα. Αποφεύγει να δουλεύει με ακριβά υλικά για λόγους οικονομίας, αλλά και επειδή πιστεύει ότι «το ράσο δεν κάνει τον παπά».

Η δύναμη του μηνύματος, υποστηρίζει, δεν εξαρτάται από την ποιότητα των υλικών. Περιοχές του είναι το κέντρο της πόλης και κυρίως εκεί όπου κινείται καθημερινά, από Σύνταγμα μέχρι Πετράλωνα. Προτιμά να δουλεύει σε επιφάνειες που δεν έχουν «γράψει» άλλοι, επειδή δεν θέλει να χαλάσει τα έργα τους και επειδή θέλει να σηματοδοτήσει την περιοχή με τα δικά του έργα. «Ο καλλιτέχνης εκθέτει και εκτίθεται την ίδια στιγμή» μας λέει. «Δεν βγάζει το πρόσωπό του έξω. Βάζει μόνο την υπογραφή του, προβάλλει το στυλ του και καταθέτει τις ιδέες του. Είναι πολύ πιο δύσκολο να το κάνεις εκτεθειμένος στο δρόμο, αντί για την "ασφάλεια" που σου δίνουν το εργαστήριο και το καβαλέτο. Την ώρα που δουλεύεις έχεις πολλά ερεθίσματα. Περνάει ένας, σου πετάει κάτι, μια γιαγιά σού λέει κάτι άλλο, ένας τρίτος έρχεται και σου σφίγγει το χέρι, ανάμεικτα πράγματα. Δρόμος είναι, και ο δρόμος σού φέρνει ό,τι να 'ναι.

Στο τέλος μπορεί και να... σε μαζέψουνε, τελειώνοντας εκεί τη δουλειά».
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΟΥΡΣΟΓΛΟΥ


«Επέμβαση για το δρόμο, όχι στο δρόμο»

Προτιμά να ορίζει την τέχνη του ως «παρέμβαση δρόμου» και ασχολείται μ' αυτό γιατί τον ενδιαφέρει η ευρύτερη δυνατή επικοινωνία με τον κόσμο, κάτι που δεν μπορεί να του προσφέρει ο -κλειστός- χώρος (και το «κλειστό» φιλότεχνο κοινό) μιας γκαλερί.

Του αρέσει να κρύβεται πίσω από την ανωνυμία, επιτρέποντας στους περαστικούς να «κάνουν παιχνίδι», να βάλουν τη φαντασία τους να δουλέψει, να σκεφθούν τα δικά τους βλέποντας τις εικόνες του. Μπογιές, πινέλα, χρώματα και λιγότερο τα σπρέι είναι τα βασικά εργαλεία του. Επίσης, φιγούρες στο χαρτί που τις «ξεγυρίζει» και τις κολλάει σε τοίχους. Δουλεύει στην περιοχή όπου μένει, γύρω από τα στέκια όπου συχνάζει και όπου τον πάνε τα ταξίδια του. Αναζητά γενναιόδωρες λευκές επιφάνειες τοίχων, αλλά και ερείπια σπιτιών που προσφέρονται για εικαστικές επεμβάσεις. Κάτι που, όπως επισημαίνει, έχει γίνει της μόδας τον τελευταίο καιρό. «Η δικιά μας γενιά έχει ξεπεράσει τις παιδικές αρρώστιες του γκράφιτι» τονίζει.

«Δεν κοιτάμε να ανταγωνιστούμε ο ένας τον άλλο, να "σβήσουμε τους αντιπάλους" από το χάρτη. Αυτά τα κάνει η νεότερη γενιά, τα "γκραφιτάκια", που σκοτώνονται ποιος θα βάψει περισσότερους τοίχους ή βαγόνια τρένων. Για εμάς αυτά έχουν τελειώσει. Μιλάμε πια για αισθητική επέμβαση. Επέμβαση "για το δρόμο", και όχι "στο δρόμο"».
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΑΞΗΣ



ΑΠΟ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΣΤΗΝ ΓΚΑΛΕΡΙ

Οταν ο Νόρμαν Μέιλερ το '74 στο περίφημο βιβλίο «The faith of graffiti» πίστευε ότι τα γκράφιτι στους δρόμους της Νέας Υόρκης που συνόδευαν την έκδοση ήταν αντίστοιχης καλλιτεχνικής αξίας με τους πίνακες του Τζιότο, που σημάδεψαν την Αναγέννηση, σίγουρα δεν φανταζόταν μια τέτοια εξέλιξη για την τέχνη του δρόμου.
Οπως τώρα, που τα «έργα του δρόμου» στολίζουν τους τοίχους της Tate Modern στο Λονδίνο και φημισμένες γκαλερί ανοίγουν τις πόρτες τους στους καλλιτέχνες των γκράφιτι.

Γιατί όχι; Για όσους εξαντλούσαν το ταλέντο τους μόνο τη νύχτα στους δρόμους των μητροπόλεων, κυνηγημένοι από τους μπάτσους, είναι μια επιβράβευση. Ο πιο δημοφιλής, άλλωστε, ο Banksy, ο ανώνυμος graffiti artist, μπορεί να βλέπει με ικανοποίηση τα «αντάρτικα» έργα του να πουλιούνται στο ebay, σε διαδικτυακή δημοπρασία, για χιλιάδες δολάρια. Οπότε η άποψη του Μέιλερ δεν φαντάζει πια και τόσο προβοκατόρικη. Μάλλον διορατική αποδεικνύεται.
Είτε «επαναστατική τέχνη» είτε βανδαλισμός, όπως το έλεγαν στο παρελθόν, πριν οι έμποροι τέχνης αποφασίσουν να το επαναφέρουν ως προϊόν, το γκράφιτι, τις τελευταίες τουλάχιστον δεκαετίες, πάντα έκρυβε μιαν αντίφαση. Από τη μια, κουβαλούσε τη ριζοσπαστική κληρονομιά που ξεκινάει από τα συνθήματα στους τοίχους που έγραφαν οι επαναστάτες στις αρχές του αιώνα. Από την άλλη, υπήρξε και ως πανδαισία των χρωμάτων στα έργα του Ζαν Μισέλ Μπασκιά, που θάμπωσε το κατεστημένο της εποχής του. Κάπως έτσι βάδισε η τέχνη του δρόμου. Με τον Μάο να πιστεύει στην αξία της προπαγάνδας στο τοίχο. Και τον ευφυή Γουόρχολ να επιβάλλει ως πρωτοπορία τον ταλαντούχο Αϊτινό.

Η ιστορία του γκράφιτι στις δυτικές μητροπόλεις είναι λίγο-πολύ γνωστή. Ολοι αναφέρονται στον άγνωστο (ελληνικής μάλλον καταγωγής) Taki183 όπου όργωνε τον υπόγειο της Νέας Υόρκης αφήνοντας το σημάδι του. Το 1971 τον ανακάλυψε η «New York Times» και χάρη στη δημοσιότητα άνοιξε ο δρόμος για τους επιγόνους του. Αλλά στις αρχές του αιώνα οι ντανταϊστές είχαν αντιληφθεί ότι «η ζωή και η τέχνη είναι ένα, ο αληθινός καλλιτέχνης δεν ζωγραφίζει, δημιουργεί άμεσα». Δεν κήρυτταν απλώς το θάνατο της τέχνης, επιθυμούσαν να βγει από τα αποστειρωμένα μουσεία και να κυριεύσει τους δρόμους. Οπως οι κληρονόμοι τους, τον Μάη του '68, που ήξεραν πόση δύναμη είχε ένα σύνθημα στον τοίχο - το γνωστό, για παράδειγμα, «η πλήξη είναι αντεπαναστατική» που συνοδευόταν από το άτεχνο σκίτσο μιας τηλεοπτικής οθόνης.



Αλλά στην Αμερική η κατάσταση ήταν πάντα πιο περίπλοκη. Το γκράφιτι, στιγματισμένο ως σημάδι των συμμοριών που οριοθετούσαν την περιοχή τους, αλλά και ως καταστροφή δημόσιας περιουσίας, συνδέθηκε με το πρώιμο χιπ χοπ και μπήκε όπως και η μουσική στην αγορά πολύ γρήγορα. Η αντίφαση εδώ φαίνεται, από τη μια, στις διοικήσεις των σχολείων που ζητούν από ομάδες γκράφιτι να ζωγραφίσουν τους τοίχους των κτηρίων και, από την άλλη, σε έναν απαρχαιωμένο νόμο που περιλαμβάνει ποινές φυλάκισης των «βανδάλων» ώς και 5 χρόνια.

Στη Νέα Υόρκη ήταν ακόμα πιο ακραία. Οταν τα έργα του πρόωρα χαμένου Μπασκιά μοσχοπουλούνταν από τις τρέντι γκαλερί, η μεγάλη μητρόπολη των ΗΠΑ

εφάρμοζε το νόμο της μηδενικής ανοχής, με τις συλλήψεις και φυλακίσεις πιτσιρικάδων που έβαφαν τους τοίχους της. Ενώ, απ' την άλλη, κάποιες πολυεθνικές (όπως η ΙΒΜ) πλήρωναν ομάδες να κάνουν γκράφιτι για τα προϊόντα τους - στο πλαίσιο μιας επιθετικής διαφημιστικής εκστρατείας.

Τώρα το γκράφιτι βρίσκεται σε μια παράδοξη φάση. Σε ό,τι αφορά τη φιλοσοφία του, ο Banksy πια ξεμπερδεύει με το προκλητικό: «Κάποιοι θέλουν να γίνουν μπάτσοι για να κάνουν τον κόσμο μας ένα καλύτερο και πιο ασφαλές μέρος. Και κάποιοι άλλοι θα γίνουν βάνδαλοι επειδή θέλουν να κάνουν τον κόσμο ένα πιο όμορφο μέρος».

Με άλλα λόγια, να ζωγραφίσουν την πόλη χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν και πολύ περισσότερο στους κάθε είδους σπόνσορες. Επιστρέφοντας έτσι στον Μέιλερ, ο Τζιότο πέτυχε το σκοπό του όχι επειδή μπήκε στην γκαλερί Ουφίτσι, αλλά επειδή με το πινέλο του νίκησε τις προκαταλήψεις της εποχής του, διαμορφώνοντας μια νέα αισθητική.

Σ' αυτήν την εποχή, που από τη μια το γκράφιτι συμβολίζει «την παρακμή της κοινωνίας» και από την άλλη φέρνει κέρδος σε όσους επενδύουν στην «πρωτοπορία», ο κλήρος πέφτει στους καλλιτέχνες να αποδείξουν αν ο δρόμος μπορεί να είναι πιο ριζοσπαστικός από τις γκαλερί. Αν, δηλαδή, μπορεί κανείς με ένα σπρέι να χαράξει μια νέα αισθητική σε πείσμα όσων υπερασπίζονται τον λευκό τοίχο. Αλλωστε, όπως το βεβαιώνει και ο Banksy, το πεδίο μάχης παραμένουν οι τοίχοι της μητρόπολης.





Πηγή: http://www.enet.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια: